Η Γνωσιακή ή Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία (ΓΣΨ) θα μπορούσε να παραλληλισθεί με έναν μεγάλο κύκλο μέσα στον οποίο βρίσκονται διάφορες γνωσιακές και συμπεριφοριστικές θεραπευτικές μέθοδοι και προσεγγίσεις. Έτσι, η ΓΣΨ δεν αποτελεί μια συμπαγή θεραπευτική οντότητα και έννοια. Αντιθέτως, μέσα της συνυπάρχουν ορισμένα κεντρικά και πυρηνικά στοιχεία που μαζί αποτελούν τα διαφορετικά μοντέλα της ΓΣΨ.
Η ΓΣΨ χαρακτηρίζεται από υψηλού βαθμού επιστημονικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι οι βασικές θεωρίες της θεραπείας αυτής είναι αποδεδειγμένες επιστημονικά, ενώ παράλληλα υπάρχει συστηματική και συνεχής αξιολόγηση της μεθόδου σε διεθνές επίπεδο. Τα μοντέλα της θεραπευτικής αυτής μεθόδου δοκιμάζονται πάντα σε σχέση με εναλλακτικές θεραπείες μέσω τυχαιοποιημένων μελετών, ώστε να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά τους έναντι άλλων θεραπευτικών επιλογών.
Όταν κάποιος μιλάει για «κλασική» ή «βασική» ή ακόμη και «mainstream» ΓΣΨ, κατά κανόνα εννοεί τα μοντέλα της ΓΣΨ που έχουν αναπτυχθεί για την αντιμετώπιση διαφόρων διαταραχών και συμπτωμάτων, όπως για παράδειγμα τη διαταραχή πανικού. Μπορεί να λεχθεί ότι το 70% των μοντέλων με ισχυρή επιστημονική βάση έχουν οικοδομηθεί στη βάση ενός συνδυασμού της Γνωσιακής Θεωρίας εμβαπτισμένης στο πλαίσιο της θεωρίας της μάθησης. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι δύο διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις, η Γνωσιακή (όπου στη βάση της περιγράφει, σκιαγραφεί και αναλύει τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του μέσω του τρόπου της σκέψης του και των εννοιών που ο άνθρωπος δημιουργεί) και της Μαθησιακής ψυχολογίας (όπου περιγράφει τον άνθρωπο μέσω του τρόπου που έχει αναπτύξει για να μαθαίνει, διαφυλάττει, ενισχύει και ενίοτε να αλλάζει τη συμπεριφορά του), ενσωματώνονται σε μία κοινή μέθοδο. Έτσι η μέθοδος αυτή αποτελείται από διαφορετικές γνωσιακές και συμπεριφορικές τεχνικές που μαζί στοχεύουν σε ένα κοινό στόχο, την εξάλειψη του συμπτώματος, για παράδειγμα να αποφύγει ο θεραπευόμενος τις κρίσεις πανικού.
Η θεραπεία ξεκινάει συνήθως με την αναζήτηση των συμπτωμάτων. Δηλαδή με άλλα λόγια, ποια συγκεκριμένα ψυχικά ή άλλα προβλήματα εκφράζει ο θεραπευόμενος που προσέρχεται στη θεραπεία. Εν συνεχεία γίνεται μια ανακεφαλαιοποίηση, ή Γνωστική και Συμπεριφορική κατηγοριοποίηση, πράγμα που σημαίνει ότι ταυτοποιούνται οι συνθήκες, οι σκέψεις, τα συναισθήματα που συνδέονται με τα προβλήματα του θεραπευόμενου.
Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας γίνεται επίσης και ανάλυση των συμπεριφορών του θεραπευομένου μέσω της οποίας βλέπουμε ποια λειτουργία εκπληρώνουν οι διάφορες συμπεριφορές για τον θεραπευόμενο τόσο σε βραχύ όσο και σε μακροχρόνιο επίπεδο. Επί παραδείγματι, στο πλαίσιο της κοινωνικής φοβίας η αποφευκτική συμπεριφορά σε σχέση με τις κοινωνικές δραστηριότητες σε βραχυχρόνιο επίπεδο, μπορεί να οδηγεί στη διαχείριση και πιθανή μείωση του άγχους, αλλά σε βάθος χρόνου οδηγεί τον θεραπευόμενο στο να αισθάνεται ακόμα περισσότερο εκτός κοινωνικού πλαισίου.
Επιπλέον, ένα βασικό χαρακτηριστικό της θεραπείας είναι ότι υπάρχουν μετρήσιμοι στόχοι. Αυτό σημαίνει ότι τα προβλήματα του θεραπευομένου ορίζονται και συγκεκριμενοποιούνται, έτσι ώστε να μπορούν να υπολογισθούν και να αξιολογηθούν. Για παράδειγμα, αν κάποιος προσέρχεται για θεραπεία λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης, τότε είναι θεμιτό να μπορεί να μετρηθεί η αλλαγή της αυτοεκτίμησης. Όμως, η «αυτοεκτίμηση» είναι μια γενική έννοια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποτελεί αντικειμενικό μέτρο σύγκρισης για τον κάθε ένα θεραπευόμενο. Η αρχή λοιπόν γίνεται με το να υπολογιστούν οι ακριβείς συνέπειες και τα υποκειμενικά συμπτώματα που η χαμηλή αυτοεκτίμηση επιφέρει. Έτσι, κατά την ολοκλήρωση της θεραπείας μπορεί να μετρηθεί αν οι συγκεκριμένοι στόχοι εκπληρώθηκαν, για παράδειγμα αν μπορεί ο θεραπευόμενος να συμμετέχει σε διαφορές καταστάσεις που δεν μπορούσε πριν προσέλθει στη θεραπεία.