Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα άμεσα σχετιζόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο με τη αυξημένη της νοσηρότητα και της θνησιμότητα του γυναικείου φύλου είναι η άσκηση βίας. Η βία έναντι των γυναικών παρουσιάζει διαστρωματική κατανομή στη κοινωνία ανεξάρτητα οικονομικών ή άλλων παραγόντων όπως λ.χ. η ηλικία. Η βία μπορεί να λάβει χώρα παντού, σε δημόσιους χώρους, στο δρόμο, στην εργασία ή στο σχολείο, αλλά κυρίως πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών.
Η βία έναντι των γυναικών αποτέλεσε στην Κωνσταντινούπολη στις 7 Απριλίου του 2011 το βασικό θέμα συζήτησης μεταξύ των Ευρωπαίων εταίροι. Τα συμπεράσματα των διαβουλεύσεων τoυ τότε Ευρωπαϊκού Συμβουλίου οδήγησαν στη δημιουργία της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης έναντι της βίας κατά των γυναικών αλλά και της ενδοοικογενειακής βίας. Η σύμβαση αυτή που έχει πανευρωπαϊκή ισχύ περιγράφει τα μέτρα στήριξης των θυμάτων αλλά και τις ενέργειες που απαιτούνται για την αντιμετώπιση αυτής της μορφής βίας καθώς και της θεραπείας των θυτών.
Ποσοστιαία η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Σε διεθνείς μελέτες και στατιστικές προκύπτει ότι μέχρι και το 7% του πληθυσμού στο δυτικό κόσμο ενδέχεται να έχει εκτεθεί σε βίαιες συμπεριφορές εντός του οικογενειακού πλαισίου. Στις περιπτώσεις άσκησης βίας έναντι των γυναικών σχεδόν το 50% αυτών των περιστατικών γίνονται από άτομα του κοντινού περιβάλλοντος του θύματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν γίνονται γνωστές και δεν καταγγέλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες της αστυνομίας και της κοινωνικής πρόνοιας υπό τον φόβο του στίγματος ή και της απειλής για μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις από την πλευρά του θύτη.
Η έρευνα δείχνει ότι η βία που ασκείται από τους άντρες προς τις γυναίκες είναι ελεγχόμενη και όχι συνέπεια μιας μειωμένης διαχείρισης της παρόρμησης. Οι θύτες δεν παρουσιάζουν επιθετική και βίαιη συμπεριφορά έναντι των ανωτέρων τους στη δουλειά, του διευθυντή τους κ.ο.κ. Ο στόχος των θυτών είναι η κυριαρχία και ο έλεγχος των θυμάτων τους. Με άλλα λόγια, η βία που ασκείται έχει και σκοπό (στρατηγική) και λειτουργικότητα από τη μεριά του θύτη. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η βία και η κατεύθυνσή της μπορεί να είναι και προς τα δύο μέλη μιας σχέσης, ασχέτως του φύλου, της ηλικίας και του σεξουαλικού προσανατολισμού.
Σε μια σχέση όπου υπάρχει βία συχνά συνυπάρχουν έντονα συναισθήματα μεταξύ ανδρός και γυναικός. Η κατανόηση αυτής της συναισθηματικής αλυσίδας καθώς και των κρίκων της αποτελεί μια σημαντική βάση κατανόησης της συνεχιζόμενης έκθεσης των θυμάτων στη βία και στην εγκληματική συμπεριφορά των θυτών. Και αυτό γιατί η επιλογή του θύματος να διακόψει μια τέτοια σχέση δεν βασίζεται πλέον σε κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, αλλά σε συναισθηματικά. Πολλώ δε μάλλον όταν η ύπαρξη παιδιών περιπλέκει ακόμα περισσότερη τη συναισθηματική εμπλοκή των μελών.
Η βία στις διαπροσωπικές σχέσεις θα μπορούσε να προσομοιαστεί με έναν φαινόμενο που ακολουθεί μια κυκλική ανατροφοδοτούμενη τροχιά. Η φυσική πορεία ακολουθεί τη λογική της όξυνσης – βίαιης συμπεριφοράς – συμφιλίωσης –«μήνα του μέλιτος» – όξυνσης κ.ο.κ. με την υποσημείωση ότι φορά με τη φορά η βία είναι όλο και μεγαλύτερη, με το θύμα να αισθάνεται όλο και περισσότερο αδύναμη, και με προοδευτικά μειωμένα τα αισθήματα της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης.
Οι εναλλαγές μεταξύ φόβου, βίας και ήρεμης περιόδου ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό της συναισθηματική εμπλοκή και δημιουργούν αίσθημα εξάρτησης στο θύμα. Τα αίτια της βίαιης συμπεριφοράς μπορεί να έχουν να κάνουν με αισθήματα ζήλειας, εκδικητικότητας, παραμέλησης, αισθήματος απειλής, ανασφάλειας, αδυναμίας, φόβου ή απόγνωσης από το θύτη. Είναι συχνό ο θύτης να αρνείται ή να υποβαθμίζει το γεγονός μετά την τέλεσή του, βιώνοντας αισθήματα ντροπής, τύψεων και άγχους. Δεν είναι σπάνιο επίσης ο θύτης μετά την άσκηση βίας να αισθάνεται ότι το θύμα έχει τη δύναμη στη σχέση, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα αίσθημα εξάρτησης. Κατά τη φάση της συμφιλίωσης ο θύτης αναζητά τη συγχώρεση από το θύμα και από κοινού αποφασίζουν να επενδύσουν στη σχέση τους. Ακολουθεί μια περίοδος που προσομοιάζει με τον μήνα του μέλιτος, γεγονός που λειτουργεί ως παράγοντας διαιώνισης της σχέσης, δυστυχώς όμως στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η βία επανέρχεται δριμύτερη.
Η βία αποτελεί επί της ουσίας αιτία τραύματος, τόσο σωματικού αλλά και ψυχικού. Άμεσες συνέπειες του τραύματος αυτού είναι το αυξανόμενο άγχος, οι διαταραχές του ύπνου και της διάθεσης, ενώ παράλληλα μπορεί να υπάρχουν διαταραχές της συγκέντρωσης και της αντίληψης. Δεν είναι, επίσης, σπάνιο οι μνήμες από τα τραυματικά γεγονότα να παρουσιάζονται ασυνεχείς ή να έχουν διακοπτόμενο περιεχόμενο. Είναι συχνό, επίσης, άτομα τα οποία δέχονται βία να αναπτύσσουν συμπτώματα όπως η κεφαλαλγία, πόνος στο στομάχι ή δυσλειτουργία του εντέρου, άσθμα, δερματικά συμπτώματα όπως το έκζεμα, αλλά και διαταραχές στη πρόσληψη της τροφής. Έρευνες έχουν δείξει ότι σε μία ομάδα γυναικών το έμφραγμα του μυοκαρδίου παρουσίαζε δύο με τέσσερεις φορές μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες εκείνες που είχαν εκτεθεί σε βία.
Η διαδικασία που σηματοδοτεί την παύση μια τέτοιας σχέσης, όπου υπάρχει βίαιη συμπεριφορά από ένα μέλος της, περιλαμβάνει τρείς φάσεις: η πρώτη είναι της άμεσης διακοπής, η δεύτερη της απελευθέρωσης και η τρίτη της κατανόησης.
Οι γυναίκες που εκτέθηκαν σε βία χρήζουν μια συστηματικής και πολυεπίπεδης φροντίδας σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Η πολιτεία αναπτύσσει λειτουργίες και μορφές στήριξης, καθώς το φαινόμενο διογκώνεται. Παρόλα αυτά, τα θύματα θα χρειαστούν συστηματική στήριξη και καθοδήγηση ώστε να εγκαταλείψουν τη βίαιη σχέση. Στη πορεία αυτή χρειάζεται μια σταθερή βάση που θα παρέχει το αίσθημα της ασφάλειας και θα ενισχύει την προσπάθεια του θύματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι και ο θύτης χρήζει βοήθειας ενώ υπάρχουν συγκεκριμένα θεραπευτικά πρωτόκολλα σε χώρες του εξωτερικού για την κατηγορία αυτή.